Η κοιλιοκάκη είναι μια αυτοάνοση, φλεγμονώδης νόσος, που προκαλείται από την «αντίδραση» του οργανισμού στη γλουτένη, μια πρωτεΐνη που βρίσκεται στο σιτάρι, το κριθάρι και τη σίκαλη.
Τι σημαίνει όμως αυτό πρακτικά;
Όταν ένα άτομο με κοιλιοκάκη καταναλώσει γλουτένη, το λεπτό έντερο «ερεθίζεται» και δυσκολεύεται να απορροφήσει σωστά τα θρεπτικά συστατικά της τροφής, ενώ παράλληλα εμφανίζονται συμπτώματα όπως διάρροια, δυσκοιλιότητα, φουσκώματα και κοιλιακή δυσφορία.
Από τη χρόνια φλεγμονή και τη δυσαπορρόφηση μπορεί να εμφανιστούν εξωεντερικά συμπτώματα όπως μειωμένη οστική πυκνότητα, οστεοπόρωση, αναιμία, κόπωση, υπογονιμότητα, επαναλαμβανόμενες αποβολές, δερματικά εξανθήματα κ.λπ. Στα παιδιά μπορεί να παρατηρηθεί μειωμένη ανάπτυξη.
Μπορούν όμως όλοι όσοι καταναλώνουν γλουτένη να εμφανίσουν κοιλιοκάκη;
Η νόσος μπορεί να εμφανιστεί αποκλειστικά σε άτομα γενετικά προδιατεθειμένα. Ωστόσο, ακόμη και άτομα που φέρουν το γονίδιο δεν είναι απαραίτητο να εμφανίσουν κοιλιοκάκη. Οι βασικότεροι παράγοντες που προκαλούν την εμφάνισή της σε άτομα γενετικά προδιατεθειμένα είναι η κατανάλωση γλουτένης, η λήψη αντιβιωτικών, οι λοιμώξεις και κάποιες φυσιολογικές αλλαγές που συμβαίνουν κατά την διάρκεια της εγκυμοσύνης.
Για τη διάγνωσή της χρειάζονται συνδυαστικά ανίχνευση ειδικών αντισωμάτων μέσω αιματολογικών εξετάσεων και ατροφία λαχνών στη βιοψία λεπτού εντέρου μέσω γαστροσκόπησης. Είναι απαραίτητο πριν τις εξετάσεις να έχει προηγηθεί δίαιτα με γλουτένη για τουλάχιστον 6-8 εβδομάδες.
Μόλις γίνει η διάγνωση, η γλουτένη πρέπει να αποκλειστεί οριστικά από τη διατροφή. Παράλληλα, συνίσταται τακτική ιατρική παρακολούθηση και εκπαίδευση του ασθενούς για αποφυγή τροφίμων που έχουν επιμολυνθεί με γλουτένη, καθώς και την αναγνώρισή της στα επεξεργασμένα τρόφιμα, στα φάρμακα και στα συμπληρώματα διατροφής.
Με την τήρηση μιας δίαιτας άνευ γλουτένης οι περισσότεροι ασθενείς ανακουφίζονται από τα συμπτώματα εντός εβδομάδων ή μηνών ανάλογα με την σοβαρότητα της εντερικής βλάβης.
Αρκεί όμως μια δίαιτα χωρίς γλουτένη;
Η απάντηση είναι όχι, καθώς η διατροφή θα πρέπει όχι μόνο να είναι απαλλαγμένη από γλουτένη αλλά και να είναι ισορροπημένη, ώστε να καλύπτει όλες τις ενεργειακές και θρεπτικές ανάγκες.
Μάλιστα έρευνες δείχνουν, ότι οι δίαιτες χωρίς γλουτένη συχνά είναι μη ισορροπημένες με μειωμένη πρόσληψη δημητριακών, φρούτων, λαχανικών και υπερβολική κατανάλωση κρέατος και παραγώγων. Αυτή η ανισορροπία μπορεί να οδηγήσει σε ελλείψεις σημαντικών θρεπτικών συστατικών.
Είναι σημαντικό η διατροφή του ασθενούς να περιλαμβάνει φρούτα και λαχανικά, ψάρια και θαλασσινά, κρέας, γαλακτοκομικά, όσπρια, ξηρούς καρπούς και σπόρους και φυσικά δημητριακά άνευ γλουτένης, όπως είναι το καλαμπόκι, η βρώμη, το ρύζι, το φαγόπυρο, η κινόα, ο αμάρανθος, το κεχρί και το σόργο.
Απαιτείται η λήψη συμπληρωμάτων;
Με βάση της τρέχουσες κλινικές οδηγίες η χορήγηση συμπληρωμάτων είναι σημαντική εφόσον υπάρχει κάποια διαγνωσμένη έλλειψη ή κάποια συγκεκριμένη κλινική κατάσταση.
Βιβλιογραφία:
- Kowalski M, et al., (2025), “Celiac disease – Narrative review on progress in celiac disease”.
- Herrera-Quintana L., et al., (2025), “Celiac disease: Beyond diet and food awareness”.
- Falcomer A., et al., (2024), “Enhancing life with celiac disease: unveiling effective tools for assessing health-related quality of life”.
- Daley S., Haseeb M., (2023), “Celiac disease”.
- Catassi C., et al., (2022), “Coeliac disease”.
- Lebwohl B., Rubio-Tapa A., (2021), “Epidemiology, presentation, and diagnosis of celiac disease”.












